- επιβάπτω
- ἐπιβάπτω (Α) [βάπτω]1. βυθίζω, βουτώ2. βάφω3. βυρσοδεψώ4. επιχρυσώνω ή επαργυρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
επίβαπτος — ἐπίβαπτος, ον (Α) [επιβάπτω] βουτηγμένος σε κάτι («ἐπίβαπτον χυλῷ μελιτηρῷ») … Dictionary of Greek
επιβαπτίζω — ἐπιβαπτίζω (Α) [επιβάπτω] καλύπτω μέσα στο νερό, βυθίζω … Dictionary of Greek